Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Προλογικά για το παρόν ιστολόγιο

Σεβαστοί Πατέρες και  Αγαπητοί Αδελφοί - Αγαπητές Αδελφές,

το παρόν ιστολόγιο είναι μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν στοιχεία από Ορθόδοξες Πηγές, για τον Άγιο Αυγουστίνο τον Επίσκοπο Ιππώνος  και την μητέρα αυτού Αγία Μόνικα.

Ακολουθούν παρακάτω, οι εισαγωγές-πρόλογοι του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κ.κ. Θεοκλήτου, για τα βιβλία, Η Αγιότης του Ιερού Αυγουστίνου (βιβλίο υπό του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Λαυρεντίου Γρατσία, εκδοθέν υπό της Ιεράς Γυναικίας Κοινοβιακής Μονής Αγίου Αυγουστίνου Φλωρίνης) και, το Κεκραγάριον (βιβλίο μεταφρασθέν υπό του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Νικηφόρου Μανάδη, εκδοθέν υπό της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά Αιτωλού Αρδάσσης - Κρυόβρυσης), εισαγωγές που θα λειτουγήσουν αναγνωριστικά προς το Πρόσωπο του Αγίου Αυγουστίνου μα και προς το μεγάλο του έργο.

augoustinos11

augoustinos13

augoustinos14

augoustinos0

augoustinos1

augoustinos2

augoustinos3

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης – Του Αγίου Αυγουστίνου – Αμαρτία – Χάρις

ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης

Του αγίου Αυγουστίνου

Αμαρτία – χάρις

«Ου δε επλεόνασεν ή αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν ή χάρις» (‘Ρωμ. 5,20)

Εορτάζει, αγαπητοί μου, σήμερα ό ιερός Αυγουστίνος επίσκοπος Ιππώνος. Δεν είναι σε όλους γνωστός. Προσπαθώ με την ευκαιρία της εορτής του να τον κάνω γνωστό ευρύτερα. Κάθε φορά εξετάζω τον βίο του από διάφορες πλευρές. Διότι ό άγιος Αυγουστίνος είναι ένα πολύεδρο διαμάντι πού λάμπει από όποια πλευρά κι αν το δούμε.
Ένα θέμα πού άρεσε πολύ στον ίδιο, είναι το θέμα της αμαρτίας εν σχέση με τη θεία χάρι. Μελέτησε ιδιαιτέρως την προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, κ’ εκεί βρήκε το χωρίο αυτό το τόσο σημαντικό, πού λέει ότι «όπου επλεόνασεν ή αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν ή χάρις» (‘Ρωμ. 5,20).
Θα σας παρακαλέσω, αγαπητοί μου, να με ανεχθείτε με πολύ φτωχά λόγια να δώσω μία ιδέα της αληθείας πού περικλείεται σ αυτό.

Τι μας παρουσιάζει;

Δυο πραγματικότητες• ή μία είναι ή αμαρτία, ή άλλη είναι ή χάρις.

Ή αμαρτία. είναι ή κλίσης και ροπή προς το κακό. Ή αμαρτία δεν είναι, όπως είπαν μερικοί, δημιούργημα του Θεού – άπαγε της βλασφημίας. Ό Θεός εποίησε όλα «καλά λίαν» (Γεν. 1,31), όλα ωραία. Και ως κορωνίδα της δημιουργίας ποίησε τον άνθρωπο. Ό άνθρωπος, το αριστούργημα όλων των δημιουργημάτων, προικίστηκε με εξαίρετα δώρα. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι δύο• ό νους και ή ελευθέρα βούλησης. Εάν έκανε καλή χρήση των δώρων αυτών, τότε κοντά στο «κατ’ εικόνα» θ’ αποκτούσε το «καθ’ όμοίωσιν» (έ.ά. 1,26), θα ανερχόταν σε υψηλές βαθμίδες, θα έφθανε στην θέωση, θα εθεούτο. Άλλα δυστυχώς ό άνθρωπος δεν έκανε καλή χρήση των δώρων αυτών. Δεν ύπήκουσε στο Θεό, παρέβη το θέλημα του, έπεσε. Κι από την ώρα της πτώσεως, μέσα στην ψυχή του βλάστησε μία νοσηρά κατάστασης, ή αμαρτία, πού δεσπόζει πλέον στον κόσμο. Με το πέρασμα των αιώνων, δια της επαναλήψεως και της έξεως, ή αμαρτία γιγαντώθηκε.

Πώς να παρομοιάσουμε την αμαρτία; Ό ιερός Αυγουστίνος λέει, ότι μοιάζει με ρεύμα πόταμου, πού το καλοκαίρι φαίνεται ήσυχο και το διαβαίνεις εύκολα, αλλά το χειμώνα ογκώνεται ξαφνικά, γκρεμίζει γεφύρια, πλημμυρίζει κάμπους, πνίγει ζώα και ανθρώπους, προκαλεί φόβο. Μικρό το κακό πού προξενούν οι ποταμοί μπροστά στον κατακλυσμό της αμαρτίας.

Φιλόσοφοι προσπάθησαν ν’ ανακόψουν το ρεύμα της αμαρτίας, ύψωσαν αναχώματα• είπαν και έγραψαν πολλά. ‘Αλλ’ ή ορμή του ρεύματος των παθών ήταν τόση, ώστε παρέσυρε τα πάντα, όπως το κύμα τα παιχνίδια των παιδιών στην ακροθαλασσιά. Πανίσχυρη ήταν ή αμαρτία, κι ό άνθρωπος αναστέναζε κάτω από το κράτος της. Εκφραστής του πανανθρώπινου πόνου είναι στους μεν αρχαίους χρόνους ό απόστολος Παύλος• περιγράφει θεόπνευστος το δράμα κι αναστενάζει• «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος• τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (έ.ά. 7,24). Στους δε νεωτέρους χρόνους ό ποιητής Σαίξπηρ• αυτός στα δράματα του δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να περιγραφή την εναγώνια πάλη, πού ό άνθρωπος προσπαθεί να κάνη εναντίον της αμαρτίας, και τέλος την άδοξη ήττα του. Είτε βασιλιάς Είτε αυτοκράτωρ Είτε φιλόσοφος, όλοι ομολογούν τη δυναστεία της αμαρτίας. «Εβασίλευσεν», «έπλεόνασεν ή αμαρτία» (έ.ά. 5,20-21), όπως λέει ό απόστολος Παύλος.

Άλλα δόξα τω Θεώ κάποτε ήρθε κάποιος πού έλυσε το δράμα. είναι ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ας μην τον πιστεύουν πολλοί. Εκείνος ήρθε και νίκησε το ηθικό κακό, νίκησε την αμαρτία. Νίκησε στην έρημο πέραν του Ιορδανού, όπου απέκρουσε τους τρεις πειρασμούς. Νίκησε στη Γεσθημανή, όπου ό πονηρός προσπάθησε πάλι να κάμψη τη βούληση του, άλλ’ εκείνος είπε• «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω άη’ εμού το ποτήριον τούτο’ πλην ούχ ως εγώ θέλω, άλλ’ ως συ» (Ματθ. 26,39). Νίκησε πάνω στο σταυρό οριστικώς και τελεσιδίκως, Και για αυτό φώναξε « Τετέλεσται» (Ίωάν. 19,30). Νίκησε προ παντός την ώρα της Αναστάσεως, όταν κατέλυσε το βασίλειο του θανάτου και του αδου.

Είναι ό μονός αληθινός νικητής. Αναγορεύθηκαν και άλλοι νικηταί, σε άλλους τομείς, μα Τι το όφελος; Υπήρξε ενδοξότερος από το Μέγα Αλέξανδρο; Και όμως ό αήττητος αυτός, νικήθηκε κάποτε από τη μέθη. Ό νικητής λαών ολοκλήρων, νικημένος από ένα πάθος! Γι’ αυτό οι αρχαίοι έλεγαν, ότι υψίστη νίκη είναι να νικά κανείς τον εαυτό του, τα πάθη του.

Νίκησε λοιπόν ό Χριστός. Κι όχι μόνο νίκησε, αλλά συνέβη και τούτο το θαυμαστό• ό σταυρός και ή άνάστασί του έγιναν πηγή δυνάμεως και για τον άνθρωπο, για να νικά Και αυτός την αμαρτία. Έγιναν τρόπον τινά σταθμός παραγωγής ρεύματος ηλεκτρισμού. Αυτή είναι ή πίστη μας• ό σταυρός του Κυρίου εκπέμπει ρεύμα μυστικό. Το δε ρεύμα αυτό, πού διοχετεύεται δια της Εκκλησίας μας, ονομάζεται με τη γλώσσα του αποστόλου Παύλου χάρις.

Χάρις! Πώς να σας την παραστήσω; Ό Ιερός Αυγουστίνος δίνει μία εικόνα. Αμαρτία και χάρις παλεύουν. Υποθέστε, ότι έχετε μπροστά σας μία ζυγαριά με δύο δίσκους. Στον ένα βάλτε όλες τις αμαρτίες του κόσμου• του Αδάμ και της Εύας, των απογόνων τους, τις αμαρτίες τις δικές μου, τις δικές σου, όλων των ανθρώπων όλων των γενεών μέχρι συντέλειας του αιώνος. Θα δούμε, ότι ή ζυγαριά από το τόσο βάρος γέρνει προς τον δίσκο αυτόν. ‘Αλλά ξαφνικά ή ζυγαριά κλίνει προς τον άλλο δίσκο. Τι συνέβη, Τι έπεσε σ’ αυτόν; Μήπως τα καλά μας έργα; τα δάκρυα μας; οι αγιοσύνες των ασκητών; Όχι. Αλλά Τι; Μια σταγόνα από το τίμιον αίμα του Χριστού μας! Αύτη έκανε το ζυγό να γείρει προς τα εκεί.

—Αυτά είναι θεωρίες, θα πείτε.
Θέλετε να δείτε πώς ή θεωρία γίνεται πράξης; Ιδού τα παραδείγματα των αγίων. Όχι ένας και δύο αλλά πλήθος άγιοι βεβαιώνουν, ότι «όπου έπλεόνασεν ή αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν ή χάρις». Αναφέρω δύο και τελειώνω.

Το ένα είναι ό απόστολος Παύλος. Τι ήταν; Φανατικός διώκτης της Εκκλησίας. Βλαστημούσε το όνομα του Χριστού. Συνελάμβανε και φυλάκιζε τους Χριστιανούς. ‘Αλλά σε μια στιγμή μετεβλήθη ριζικώς. Ό διώκτης έγινε κήρυξ. Σ’ αυτόν, πού «έπλεόνασεν ή αμαρτία», βλέπουμε ότι «ύπερεπερίσσευσεν ή χάρις».

Το άλλο παράδειγμα είναι ό άγιος Αυγουστίνος. Δεν γεννήθηκε άγιος. Αμαρτωλός ήταν. Διέπραξε πολλές αμαρτίες. Βρήκε όμως κάποτε το θάρρος όχι απλώς να τις πει στον πνευματικό του πατέρα, άλλα και να τις γράψει σε βιβλίο, στις Εξομολογήσεις. Ήρθε και σ’ αυτόν ή χάρις, και πήρε το κουρέλι αυτό και το έκανε άγιο και πατέρα της Εκκλησίας. Όντως και εδώ, «όπου έπλεόνασεν ή αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν ή χάρις».

Ό Ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το χωρίο αυτό, λέει Υποθέστε, ότι κάποιος έχει χρέος, κ’ επειδή δέ’ μπορεί να το εξόφληση συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Αίφνης κάποιος φιλάνθρωπος αναλαμβάνει, του στέλνει ένα τσεκ και μ’ αυτό όχι μόνο εξοφλεί το χρέος του, άλλα και του περισσεύουν χρήματα, με τα όποια βγαίνοντας από τη φυλακή ζή ευτυχισμένος. Αυτό είναι ή χάρις του Θεού• ένα πνευματικό τσεκ, πού σε λυτρώνει.

Αδελφοί μου! Δύο πράγματα υπάρχουν στη ζωή. Το ένα είναι ή αμαρτία, πού μοιάζει σαν τη λερναία ύδρα με τα εφτά κεφάλια. Εκδηλώνεται ως λαιμαργία, ως πορνεία, ως μοιχεία, ως φιλαργυρία, ως πλεονεξία, ως φιλονικία, ως εκδίκησης, ως φθόνος, ως κακία… Ποιος είναι «καθαρός από ρύπου» έστω Και μία ήμερα εάν είναι ή ζωή του; (Ίώβ 14,4-5).

Το ένα ή αμαρτία• και το άλλο χάρις. Δυνατή ή αμαρτία; Αλλά πιο δυνατή ή χάρις. Αυτά τα δυο παλεύουν μέσα στην ανθρώπινη καρδιά. Ποιος από μάς —αν είναι ευσυνείδητος— δεν αισθάνεται μέσα του την πάλη αυτή; Ποιος θα νικήσει; Ή αμαρτία; Όχι. Ή αμαρτία δεν νικά. Όσο κι αν «πλεονάζει», όσο κι αν ή κοινωνία μας γίνεται Σόδομα και Γόμορρα και εγγίζουμε τον πυθμένα του αδου, όχι δέ’ θα νικήσει ή αμαρτία’ θα νικήσει ή χάρις. Ή δε χάρις είναι ό Εσταυρωμένος λυτρωτής του κόσμου.
Με την πίστη αυτή κηρύττω κ’ εγώ και πιστεύω, ότι στο τέλος ή βασιλεία της αμαρτίας θα πέσει.

Ω Χριστέ, Βασιλεύ των αιώνων! Ας μη σε πιστεύουν οι άπιστοι. Εμείς σε πιστεύουμε και διακηρύττουμε• Κάτω από τα άστρα και πάνω από τα άστρα δεν υπάρχει τίποτε άλλο ανώτερο, γλυκύτερο, υπεροχώτερο από το Χριστό όν, παίδες Ελλήνων, υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας• αμήν.

Επίσκοπος Αυγουστίνος

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία η οποία έγινε στον ιερό ναό αγίου Παντελεήμονος Φλώρινα την 15-06-1983. Καταγραφή και σύντμησης 16-06-2005

Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Να διαβάζετε με έρωτα τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, το Κεχραγάριον

— Να διαβάζετε με έρωτα τις Εξομολογήσεις του  Αυγουστίνου, το Κεχραγάριον.

Όταν τα αισθάνεσαι αυτά πού διαβάζεις, καλλιεργείς το θείο έρωτα. Αυτό το νόημα έχει ή μελέτη. Διαβάστε το Κεχραγάριον, πού είναι όλο θείο έρωτα. Το διαβάζω και κλαίω. Τί λόγια ωραία, βαθιά πού έχει! Αυτά να διαβάζετε, σ’ αυτά να εντρυφάτε. Έτσι θ’ αποκτήσετε το θείο έρωτα. Φέρτε μου το Κεχραγάριον, να μου το διαβάσετε.

— «~Ω το αθέατο φώς, με το όποιο γίνεται ορατή όλη ή άβυσσος της ανθρώπινης καρδιάς!…

»Σύ είσαι ή αλήθεια.
Ω Λόγε, με τον όποιον έγιναν τα πάντα, και πού χωρίς εσέ δεν είναι τίποτα πού να ‘γινε…
»Σύ, Λόγε, πού είπες, τότε, στην αρχή,
“Γενηθήτω φως”, κι έγινε φως.
Πες, λοιπόν, και για μένα τώρα,
“Γενηθήτω φως!”.
Και είθε να μου γίνει φως,
είθε να το ιδώ το φώς αυτό
και να γνωρίζω καθετί πού δεν είναι φώς!» .

— Όπως ό Ιερός Αυγουστίνος, έτσι κι εσείς να σκέπτεσθαι τον Παντοδύναμο Θεό, πού έπεφέρετο υπεράνω του σκότους και είπε: «”Γενηθήτω φως” και έγένετο φως» .

Να λέτε με θείο έρωτα και ενθουσιασμό:
«Δόξα σοι τω δείξαντι το φώς, δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν άνθρώποις ευδοκία.
»Υμνούμέν σε, εύλογούμέν σε, προσκυνούμε σε, δοξολογούμέν σε, εύχαριστούμέν σοι δια την μεγάλην σου δόξαν».

Πω, πω, τί έχει να πει ή Δοξολογία, μεγάλη ή Δοξολογία, μεγάλο πράγμα, ή πιο ωραία προσευχή! Θεέ μου, αχρείοι δούλοι Σου έσμέν οι ταπεινοί και ανάξιοι να Σε υμνούμεν και να Σε δοξάζομεν. Ή μεγάλη Σου άγαθότης μας αξιώνει, όμως, σε αυτήν την χαρά.
Σύ πού Σε ύμνούσιν άγγελοι, αρχάγγελοι, άρχαί, κυριότητες, τα σεραφείμ και τα χερουβείμ και πάσαι αί ούράνιαι δυνάμεις αγγέλων και αρχαγγέλων.

«Ιδετε ποταπήν άγάπην δέδωκεν ήμίν ό πατήρ, ίνα τέκνα Θεού κληθώμεν δια τούτο ό κόσμος ου γινώσκει ημάς, ότι ουκ έγνω αυτόν. Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού έσμεν και ούπω έφανερώθη τί έσόμεθα οίδαμεν δέ ότι, εάν φανερωθη, όμοιοι αύτώ έσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστί» .
Διαβάστε μου τώρα τί λέει ό Ιερός Αυγουστίνος για την θεία χάρι.

—  «…βλέπω καλά
ότι το καθετί είναι δικό σου δώρο
και πώς χωρίς εσέ
να πράξομε τίποτα δεν μπορούμε.
Γιατί, εάν σύ, Κύριε,
δεν φυλάξεις την κάθε πόλη,
μάταια οι φύλακες της αγρυπνούν…
»Γιατί, έστω κι αν είχα ποτέ κάποιο αγαθό,
από σένα το είχα.
Κι ότι κι αν έχω, δικό σου είναι
η το χω, γιατί το λαβα από σένα» .

— Είδατε πώς τα αισθάνεται όσα γράφει; Μη νομίσετε ότι αυτά είναι φιλολογίες ή κενά, χωρίς περιεχόμενο λόγια. Βγαίνουν από τα βάθη της καρδιάς του. Είδατε πόση μετάνοια έχει και πόσο ταπεινώνεται; Τον χαρίτωσε ό Κύριος με τη μετάνοια. «Κύριε Ιησού Χριστέ…». “Όσα λέγει ό Αυγουστίνος δεν είναι δικά του. Είναι της θείας χάριτος. Είναι από την Αγία Γραφή. Γι’ αυτό ό Αυγουστίνος έχει τόσο μεγάλο πλούτο. Έχει χωνέψει την Αγία Γραφή. “Ότι λέγει, το λέγει από κει. Πείτε μου τα περιεχόμενα. Θα μου διαβάσετε το «Περί θείας εξυμνήσεως»;

— «…Δέν είμαστε εμείς πού σε υμνούμε, αλλά σύ εσέ, διά σου και διά σε.
Για μας ύμνος είσαι σύ,
γιατί τότε βρίσκομε τον ύμνο τον αληθινό, όταν τον έχομε πηγαίον από σένα…
»Γιατί εσύ, ό αίνος ό αληθινός,
εμπνέεις την αίνεση την αληθινή.
Κι όσες φορές επιζητούμε αίνον,
από άλλον οποιονδήποτε εκτός από σένα,
τόσες φορές άποτυχαίνομε στον αίνο σου.
Γιατί είναι παροδικός εκείνος,
ενώ αυτός πού είναι από σένα
έχει αιώνια διάρκεια…» .

— Τί ωραία τα λέει ό Ιερός Αυγουστίνος! Σύ, ό άνθρωπος, δεν μπορείς. Ό Θεός σου τα λέγει, εκείνος σου βάζει στην καρδιά σου τούς ύμνους και τις δοξολογίες κι έπειτα τις απευθύνεις σ’ Εκείνον. Σύμφωνα με το γραφικό: «Το γαρ τί προσευξόμεθα, καθ’ ο δει, ουκ οιδαμεν, άλλ’ αυτό το Πνεύμα ύπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς άλαλήτοις».


ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΧΡΥΣΟΠΗΓΗΣ. ΧΑΝΙΑ 2010

Αγίου Αυγουστίνου, «Εξομολογήσεις», Ερμηνεύοντας τις Γραφές

Κύριε, είναι δυνατόν να αγνοείς αυτά που σου λέω ή να βλέπεις μόνο για ορισμένο χρόνο αυτά που γίνονται στο χρόνο;
Τότε γιατί σου τα διηγούμαι όλα τόσο εξαντλητικά; Όχι βέβαια για να τα μάθεις από μένα, αλλά για να κάνω την καρδιά μου και την καρδιά αυτών που με διαβάζουν να ξυπνήσει και να νιώσει λαχτάρα, και όλοι μαζί να πούμε: «μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα».

Το είπα και το λέω ξανά: τα διηγούμαι αυτά από αγάπη για την αγάπη σου. Γιατί και όταν προσευχόμαστε, η αλήθεια λέει: «ο πατέρας σας γνωρίζει αυτό που χρειάζεστε πριν του το ζητήσετε». Όταν παραδεχόμαστε ενώπιόν σου την άθλια ύπαρξή μας με την εξομολόγηση, όταν σε ευγνωμονούμε για το έλεος που μας έδειξες, σου ανοίγουμε την καρδιά μας για να ολοκληρώσεις μέσα μας το έργο σου και να μας λυτρώσεις. Το κάνουμε για να σωθούμε από τη δυστυχία και να βρούμε σε σένα την ευτυχία. Γιατί εσύ μας κάλεσες να γίνουμε «πτωχοί τω πνεύματι», να γίνουμε πράοι, να κλαίμε, να πεινάμε και να διψάμε για δικαιοσύνη, και να είμαστε ελεήμονες, αγνοί και ειρηνικοί.

Να λοιπόν που σου διηγήθηκα πολλά· τόσα μπόρεσα, και το θέλησα γιατί εσύ πρώτος το θέλησες, κι ο σκοπός μου ήταν ένας: να σου εξομολογηθώ, Κύριε και Θεέ μου, «ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού».
Άραγε θα καταφέρω «με τη γλώσσα της γραφίδας μου» να απαριθμήσω όλες τις φορές που ένιωσα τις παραινέσεις σου, το δέος σου, την παραμυθία σου και τις οδηγίες που μου έδωσες για να κηρύξω το λόγο σου και να γίνω χορηγός των μυστηρίων σου στο λαό σου; Κι αν ακόμη έβρισκα τη δύναμη να τα απαριθμήσω όλα ένα προς ένα, θα ‘πρεπε να διαθέσω και την πιο παραμικρή σταγόνα του λιγοστού χρόνου μου.

Είναι πολύς καιρός που με καίει η φλόγα να μελετήσω το νόμο σου, και να σου εξομολογηθώ τη γνώση και την άγνοιά μου, τις πρώτες λάμψεις της φώτισης, που τις χρωστώ σ’ εσένα, κι όσα σκοτάδια απόμειναν, που οφείλονται σε μένα, όσο η δύναμη δεν θα έχει απορροφήσει την αδυναμία. Σ’ αυτό και μόνο θέλω να κυλήσουν οι ώρες μου, όσες μου αφήνει ελεύθερες η ανάγκη του κορμιού για ανάπαυση, η πνευματική εργασία και οι υπηρεσίες προς τους συνανθρώπους, που είναι χρέος μας ακόμη και όταν δεν τις οφείλουμε.

Κύριε και Θεέ μου, «πρόσχες τη προσευχή μου». Είθε το έλεός σου να εισακούσει τον πόθο μου, που δεν ανάβει μόνο για το δικό μου καλό, αλλά για να υπηρετήσει την αδελφική αγάπη. Εσύ βλέπεις μέσα στην καρδιά μου ότι έτσι είναι. Άσε με να σου προσφέρω θυσία τη σκέψη μου, κάνε να σε υπηρετήσει η γλώσσα μου, και δώσε μου όσα θέλω να σου προσφέρω, γιατί «πτωχός καί πένης ειμί εγώ, κι εσύ πλουτών εις πάντας τους επικαλουμένους σε».

Εξάγνισε από κάθε θράσος και ψεύδος τα χείλη μου, από μέσα κι απ’ έξω. Κάνε να γίνουν οι Γραφές για μένα μια αγνή απόλαυση και να μη χάσω μέσα τους το δρόμο, κι ούτε να χαθούν και άλλοι εξαιτίας μου με όσα θα πω, προσπαθώντας να τις ερμηνεύσω. Κύριε, εισάκουσέ με και ελέησέ με. Κύριε και Θεέ μου, εσύ που είσαι το φως των τυφλών και η αρετή των αδυνάτων, και συνάμα το φως των ορώντων και η αρετή των ισχυρών, πρόσεξε την ψυχή μου και άκουσέ την που φωνάζει από το βάθος της αβύσσου. Γιατί αν τα αυτιά σου δεν μας ακούν ακόμη και στην άβυσσο, πού θα πάμε; Σε ποιόν θα φωνάξουμε;

Εσύ είσαι η μέρα κι εσύ είσαι η νύχτα. Με ένα σου νεύμα οι στιγμές πετούν. Δώσε μας τον αναγκαίο χρόνο για να μελετήσουμε τα μυστικά του νόμου σου και μην κλείσεις τη θύρα του σ’ αυτούς που την κρούουν. Όχι, δεν γίνεται να θέλησες να γραφτούν άσκοπα τόσες σελίδες με βαθύ μυστήριο. Δεν είναι τάχα σαν τα βαθιά εκείνα δάση, όπου ελάφια κρύβονται και αναπαύονται και μηρυκάζουν;

Ώ Κύριε, «κατάρτισαι τα διαβήματά μου» και αποκάλυψέ μου όσα κρύβουν αυτές οι σελίδες. Η φωνή σου είναι η χαρά μου. Ναί, η φωνή σου είναι χαρά υπέρτερη και από την πιό μεγάλη ηδονή. Δώσε μου ό,τι αγαπώ. Δώσε το, γιατί το αγαπώ, γιατί και το να αγαπώ ακόμη εσύ μου το έδωσες. Μην εγκαταλείπεις τις δικές σου δωρεές, μην καταφρονέσεις το διψασμένο δέντρο σου. Θέλω να σου εξομολογηθώ ό,τι βρήκα στα βιβλία σου.
Κύριε, δώσε μου τη χάρη να ακούσω «φωνήν αινέσεως», να μεθύσω από σένα, να δω «τα θαυμάσια εκ του νόμου σου», από την πρώτη ημέρα που έκτισες τον ουρανό και τη γη. Κάνε να φτάσω ως τη βασιλεία της άγιας πολιτείας σου, την συναιώνιά σου.

Αγίου Αυγουστίνου, «Εξομολογήσεις»
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007

Θαύματα του Αγίου από την Ιερά Μονή Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος & Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ στο Τρίκορφο Φωκίδος

Ιερός Αυγουστίνος και ο «προορισμός» για την σωτηρία.
 
Πολλοί νέοι γυρίζουν στον δρόμο του Θεού και μας γράφουν επιστολές για το θαύμα που συντελέσθηκε στην ζωή τους με την μεσιτεία του Αγίου Αυγουστίνου. Σε κάποιον νέο 23 ετών, ναρκωμανή, του εμφανιζόταν ένας Άγιος και τον ρωτούσε εάν θέλει να σωθεί. Ο νέος απαντούσε ότι θέλει να σωθεί από το πάθος των ναρκωτικών που τον είχαν καταστρέψει. Τότε ο Άγιος του λέει: “Το σπίτι μου είναι στο Τρίκορφο Δωρίδος, έλα εκεί και θα γίνεις καλά”. Πράγματι ο νέος ήλθε, μας διηγήθηκε τα όσα του είχαν συμβεί και τον οδηγήσαμε στο Ναό του Μοναστηριού. Όταν είδε την εικόνα του Αγίου Αυγουστίνου φώναξε· “Αυτός ήταν.. αυτός ήταν…” και έπεσε στα γόνατα και τον προσκύνησε. Το θαύμα έγινε. Μέχρι και σήμερα ο νέος αυτός, όπως μας πληροφορεί, όχι μόνον απαλλάχθηκε από τα ναρκωτικά αλλά και από κάθε επιθυμία τους. ( Επειδή πρόκειται για ναρκωτικά γι’ αυτό δεν κοινοποιούμε το όνομα του νέου).
 
Η κ. Βησσαρία Δάγλα από την Λευκάδα πέρασε μία φοβερή δοκιμασία με τον γιο της Παναγιώτη που ζει στην Αμερική. Τα Χριστούγεννα του 1994 ο γιός της παντρεμένος με τρία παιδιά, εγκατέλειψε το σπίτι του άνευ λόγου και αιτίας και έφυγε. Η μητέρα του μόλις το έμαθε και μη μπορώντας να κάνει τίποτα άλλο έπεσε στα γόνατα και παρακαλούσε τον Αγιο Αυγουστίνο και την Μητέρα του Μόνικα να πρεσβεύσουν για το παιδί της. Και πράγματι, μέσα σε δύο μήνες το θαύμα έγινε, εισακούσθηκαν οι προσευχές της και ο Παναγιώτης γύρισε στο σπίτι του και στην οικογένειά του μετανοημένος για το σφάλμα του. Ο Άγιος Αυγουστίνος είχε μεσιτεύσει για ‘κείνον όπως και για χιλιάδες νέους.
Η κ. Ασπασία Βόλγα (Τραπεζάκι-Δίστρατο Άρτας) μας γράφει: “Αγαπητέ μου Γέροντα, παρακολουθούσα την εκπομπή σας και συγκινήθηκα στο άκουσμα ότι στις 15 Ιουνίου, εορτή του Αγ. Αυγουστίνου και της μητέρας του Αγίας Μόνικας, θα κτυπούσαν τα 400 σήμαντρα και οι 62 καμπάνες της Μονής σας και ότι η “γη θα σειόταν” από την κωδωνοκρουσία. Έπασχα από εξάρθρωση της γνάθου 18 χρόνια. Δεν μπορούσα να φάω, να γελάσω κλπ. Ακούγοντας για τούς Αγίους σας παρεκάλεσα τον Άγιο Αυγουστίνο και την μητέρα του να με θεραπεύσουν. Σταύρωσα εκείνη τη στιγμή, ενώ σας έβλεπα στην τηλεόραση να μιλάτε, το αριστερό μου μάγουλο. Και το θαύμα έγινε αμέσως. Θεραπεύτηκα, αυτοστιγμής. Σήμερα μπορώ και γελάω ξανά, τρώγω άνετα και δοξάζω τον Θεό και τους Αγίους που με θεράπευσαν.
Ο Θεός να σας έχει καλά και να σας δίνει δύναμη.
Η ανάξια δούλη του Κυρίου
Ασπασία Βόλγα”
 
Η κ. Κελαϊδή-Καστρινάκη Αγγελική πρώην Διευθύντρια Προσωπικού εις το Μεγαρον Μαξίμου επί Κυβερνήσεως Μητσοτάκη, επισκέπτεται συχνά την Μονή μας, διότι έχει μεγάλη ευλάβεια προς τον Άγιο Σεραφείμ. Πάντοτε όμως προσκυνούσε άθελά της μόνο την εικόνα του Αγίου Σεραφείμ και ξεχνούσε τον Άγιο Αυγουστίνο.
Όπως μας περιγράφει η ίδια μια νύκτα είδε τα εξής εις τον ύπνο της: “Είδα ότι εισερχόμουνα στο Μοναστήρι σας και όταν έφθασα κάτω από το καμπαναριό και πριν εισέλθω στον Ιερό Ναό, συναντώ έμπροσθεν μου έναν άγιο, ο οποίος μου λέγει:
- Γιατί όταν έρχεσαι στην Μονή μας εμένα δεν με προσκυνάς;
- Ποιός είστε;
- Ο Άγιος Αυγουστίνος – απάντησε ο Άγιος – και χάθηκε από εμπρός μας.
Τότε – είδα – ότι προχώρησα προς το εσωτερικό του ναού. Κατόπιν βλέποντας την εικόνα του Αγίου Αυγουστίνου αμέσως ανεγνώρισα τον Άγιο που πριν από λίγο είχα συναντήσει”.
Έκτοτε η κ. Κελαϊδή, ερχόμενη εις την Ιερά Μονή μας προσκυνά αμέσως και τους δύο αγίους μας.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ο Βίος του Αγίου Αυγουστίνου από την Ιερά Μονή Αγίου Αυγουστίνου Ιππώνος & Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ στο Τρίκορφο Φωκίδος

Ο βίος του Αγίου Αυγουστίνου έχει πολλά να μας πει και πολλά να διδάξει στους νέους και στις νέες της σύγχρονης εποχής. Έχει πολλά επίσης να διδάξει και στους γονείς. Έχει πολλά να διδάξει ακόμα και στους γέροντες. Έχει πολλά να διδάξει και σ’ αυτούς που παραστράτησαν και εξέκλιναν από τον ορθό δρόμο της πίστεως. Έχει πολλά να διδάξει και στους κληρικούς. Έχει πολλά να διδάξει στις Ιεραποστολικές Αδελφότητες. Έχει πολλά να διδάξει στις μοναστικές αδελφότητες. Έχει πολλά να διδάξει τούς Επισκόπους μας. Έχει πολλά να διδάξει σε Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες ακόμα. Ο άνθρωπος που διαβάζει τον βίο του, έχει γενικώς πολλά να διδαχθεί. Όχι όμως μόνο από τον βίο του αλλά και από τα συγγράμματά του.

Saint Augoustine
 
Στις Εξομολογήσεις του γράφει όλη την ζωή του. Δεν διστάζει όσα αμαρτήματα έκανε από τα νειάτα του, από μικρό παιδί και σαν νέος, να τα αναφέρει και να τα καταγράψει ένα προς ένα. Μέσα από κλάματα και θρήνους γράφει: “Θεέ μου πως είχα γίνει, αγνώριστος. Είχα μεταμορφωθεί και το πρόσωπό μου είχε χάσει την ομορφιά που είχε”.
 
Την ζωή του Αγίου θα πρέπει να την μελετήσουν ιδιαίτερα οι γονείς. Ειδικά οι γονείς όπου έχασαν τα παιδιά τους. Και δεν εννοούμε ότι τα έχασαν επειδή πέθαναν, αλλά επειδή είναι μακρυά από τον Θεό. Αυτά τα παιδιά δεν ζούνε. Πιστεύουν ότι ζούνε. Νομίζουν ότι ζούνε. Στην ουσία όμως δεν ζούνε. Αυτό θα το ομολογήσει ο ίδιος ο Αυγουστίνος. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος θα μας πει ότι τότε νόμιζα ότι ζούσα, τότε νόμιζα ότι χαιρόμουνα κι όμως τότε ήμουν νεκρός. Μάνα και πατέρα, μην χάνεις το θάρρος σου αν το παιδί σου απομακρύνθηκε από τον δρόμο του Θεού. Η μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου κατάφερε και έφερε το παιδί της στον δρόμο του Θεού. Κατάφερε να φέρει τον Αυγουστίνο, τον αμαρτωλό Αυγουστίνο, τον βουτηγμένο ολόκληρο μέσα στην αμαρτία, κατάφερε να τον φέρει σε τέτοιο σημείο που όχι μόνο να γίνει Πατήρ της Εκκλησίας, αλλά να τιμάται και ως Αγιος.
Ο Άγιος γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 354 στην Αφρική, και συγκεκριμένα στην Ταγάστη της Νουμιδίας δηλαδή στην σημερινή Αλγερία. Εκεί γεννήθηκε ο Αυγουστίνος. Ο πατέρας του ονομάζεται Πατρίκιος, η δε μητέρα του ονομάζεται Μόνικα. Η Μόνικα ήταν ευσεβής αλλά ο πατέρας του ειδωλολάτρης. Ζούσε ζωή έκλυτη, μακρυά από τον Θεό. Και το ίδιο παρότρυνε και τον γιο του να κάνει. Τον έσπρωχνε συνεχώς προς την αμαρτία. Ήθελε να τον βλέπει να γυρίζει εδώ κι εκεί. Παράλληλα όμως, και παρά τις αντιρρήσεις του Αυγουστίνου, ήθελε το παιδί του να σπουδάσει. Ο Αυγουστίνος στις Εξομολογήσεις του περιγράφει τον εαυτό του· “Δεν ήμουν από τα παιδιά τα ήρεμα και ήσυχα”. Και πράγματι ήταν από τούς ζωηρούς τούς νέους, από αυτούς που δεν σηκώνουν εύκολα την φωνή της μάνας και του πατέρα. Ήταν από τα παιδιά που δεν έπαιρναν εύκολα από λόγια αλλά ούτε και από γράμματα έπαιρνε. Δεν του άρεσαν τα γράμματα. Ο ίδιος αναφέρει ότι· “Δεν ήθελα να πηγαίνω σχολείο. Με το ζόρι με έστελναν οι γονείς μου. Πολλές φορές πήγαινα αδιάβαστος, δεν ήξερα μάθημα, αλλά αυτό δεν με ενδιέφερε, ούτε έδινα σημασία καν, αλλά οι γονείς μου με πίεζαν να μάθω. Δεν αγαπούσα καθόλου τα γράμματα, ούτε ήθελα να σπουδάσω, ούτε ήθελα να κάτσω να διαβάσω ποτέ μου”. Ο ίδιος όμως αργότερα αναφέρει ότι αυτός ο εξαναγκασμός εκ μέρους των διδασκάλων του κι αυτή η μελέτη που πιεζόταν να κάνει, τελικά τον ωφέλησε.
 
Σήμερα, βέβαια, οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται και συμβουλεύουν τούς γονείς να μην μαλώνουν τα παιδιά, να μην τούς φωνάζουν και προπαντός να μην γίνονται βίαιοι. Δεν μιλάμε για βιαιότητες και για άγριο ξύλο, αλλά το λέει και η αγία Γραφή ότι “όποιος φοβάται το ραβδί του χάνει το παιδί του”. Ο Πατρίκιος όμως και η Μόνικα δεν δίσταζαν να στριμώξουν τον Αυγουστίνο για να μελετάει. Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο Αυγουστίνος άλλαξε. Από μέτριος έως κακός μαθητής έγινε καλός και μελετηρός. Στην ηλικία των 15 ετών άρχισε να συλλαμβάνει ότι τα γράμματα έχουν αξία και ότι η πίεση που εξασκούσαν οι γονείς του σ’ αυτό το θέμα τον ωφελούσε.
 
Πήγε λοιπόν στην γειτονική πόλη Μάλδαβα για να προχωρήσει τις σπουδές του. Εκεί όμως δεν άργησε να παραστρατήσει. Ήταν νέος και οι νέοι είναι ευκολαπάτητοι, εύκολα δηλαδή απατώνται από την ομορφιά και τις χαρές της ζωής και ξεγελιούνται. Διότι δεν κυριαρχεί στην σκέψη τους η λογική αλλά το συναίσθημα και όλα τα άλλα, γι’ αυτό και εύκολα γλυστρούν και πέφτουν. Έτσι λοιπόν και ο Αυγουστίνος άρχισε μαζί με τις σπουδές να ξενυχτάει, άρχισε να γυρνάει με διάφορες κοπέλες, πότε με την μια και πότε με την άλλη. Ζούσε μια ζωή έκλυτη, ανήθικη, διεφθαρμένη, όπως ο ίδιος ομολογεί.
 
Στα 18 του χρόνια απέκτησε το πρώτο του εξώγαμο παιδί. Κάποια από τις πολλές γυναίκες που ζούσαν κατά καιρούς μαζί του έμεινε έγκυος και έτσι ο Αυγουστίνος βρέθηκε ξαφνικά με μια παράνομη γυναίκα και ένα εξώγαμο παιδί. Επέστρεψε πίσω στο σπίτι του. Η μητέρα του θρηνούσε. Θρηνούσε και έκλαιγε η Μόνικα βλέποντας την κατάντια του παιδιού της. Χανόταν ο Αυγουστίνος της. Έβλεπε το παιδί της να χάνεται. Τον έβλεπε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον δρόμο του Θεού, από τον ίσιο δρόμο. Και ενώ εκείνη μια ζωη ολόκληρη προσπαθούσε να του εμφυσήσει την αγάπη προς τον Θεό, ο πατέρας του είχε καταφέρει και είχε σπείρει τα ζιζάνια της ασωτίας και της αμαρτίας.
 
Ο Πατρίκιος όμως κοιμήθηκε και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών. Αυτός ο ειδωλολάτρης που έσπρωχνε στην αμαρτία το ίδιο του το παιδί με ελαφρά συνείδηση, λίγο πριν πεθάνει μετανόησε χάρις στα δάκρυα της καλής Μόνικας που με υπομονή και αγάπη προσευχόταν για την μετάνοια του άνδρα της. Και οι προσευχές της δεν πήγαν χαμένες, αφού λίγο πριν πεθάνει ο Πατρίκιος μετανόησε και βαπτίσθηκε Χριστιανός. Παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και η Μόνικα έμεινε μόνη της. Χήρα, με έναν γιο βουτηγμένο στην παρανομία της αμαρτίας. Ο πόνος της έγινε προσευχή. Συνεχώς γονάτιζε, ύψωνε τα χέρια της στον ουρανό και φώναζε: “Θεέ μου σώσε μου τον Αυγουστίνο. Θεέ μου σώσε μου το παιδί μου. Θεέ μου λυπήσου το. Χάρισε του μετάνοια Θεέ μου. Χάρισε του την σωτηρία Σου, κάντο γνώστη του θελήματός Σου”.
 
Ο Αυγουστίνος συνέχιζε την αμαρτωλή ζωή του. Όταν επέστρεψε πίσω, η μητέρα του δεν τον δέχθηκε στο σπίτι. “Όχι Αυγουστίνε, σ’ αυτήν την κατάσταση δεν μπορώ να σε δεχθώ στο σπίτι μου σαν Χριστιανή μάνα. Πάρε την παράνομη γυναίκα σου και το παιδί σου και πήγαινε να ζήσεις όπου θέλεις”. Και του έκλεισε την πόρτα. Και ο Αυγουστίνος απομακρύνθηκε, συνεχίζοντας την ίδια άσωτη ζωή. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια αποκαλύπτεται όμως και η ιδιοφυΐα του. Διαθέτει ένα σπάνιο ρητορικό τάλαντο. Διαβάζει και μελετά φιλοσόφους και ιδιαίτερα του αρέσει ο Κικέρωνας, σε σημείο, που διαβάζοντάς τον, νοιώθει να τον ανεβάζει σε ύψη πνευματικά. Σε κάποια στιγμή της ζωής του ανοίγει και την Αγία Γραφή, για την οποία τόσα είχε ακούσει από την μητέρα του. Την διαβάζει για λίγο και μετά της δίνει μια και την πετάει λέγοντας: “Πολύ φτηνό αυτό το βιβλίο για έναν φιλόσοφο σαν κι εμένα. Πολύ απλό για τις φιλοσοφικές μου γνώσεις”. Μια ευκαιρία χάνεται, γιατί η πρόχειρη μελέτη της Αγίας Γραφής τον ξεγελάει και την απορρίπτει ως βιβλίο απλό και γελοίο. Μια δεύτερη ευκαιρία παρουσιάζεται όταν κάποτε αρρώστησε βαρειά και τότε σκέφθηκε τον θάνατο, μετανόησε και ζήτησε να βαπτισθεί. Σύντομα όμως έγινε καλά, η βάπτιση αναβλήθηκε και ο Αυγουστίνος συνέχισε να ζει μέσα στην αμαρτία. Ήξερε όμως ο Θεός γιατί τότε δεν επέτρεψε να βαπτισθεί ο Αυγουστίνος. Και δεν επέτρεψε, διότι ήξερε εκ των προτέρων, ως παντογνώστης, ότι δεν είχε ακόμη σκοπό να ταπεινωθεί ο Αυγουστίνος. Έβλεπε το υπερήφανο βλέμμα του. Έβλεπε ότι και πάλι θα ξανακυλιόταν στην αμαρτία και γι’ αυτό και δεν επέτρεψε να μολύνει το βάπτισμά του.
Ο Αυγουστίνος μπλέχτηκε μέσα στις φιλοσοφικές του ιδέες και κατέληξε στα δίχτυα της αιρέσεως των Μανιχαίων. Τι αίρεση ήταν οι Μανιχαίοι; Ανακάτευαν την ελληνική, την Ιουδαϊκή και την Χριστιανική θρησκεία. Ήταν ένα μίγμα όλων αυτών των πραγμάτων. Οι αναζητήσεις του Αυγουστίνου τον οδήγησαν στο να πειραματισθεί σε κάθε τι που τον ελκύει. Ο Αυγουστίνος ήταν πνεύμα ανήσυχο, από εκείνα τα πνεύματα που αναζητούν και ψάχνουν για την αλήθεια. Ψάχνουν να βρουν νερό να ξεδιψάσουν. Αλλά ο Αυγουστίνος το νερό το αναζητούσε στα θολά νερά. Το ζήταγε μέσα στη θάλασσα κι έπινε νερό αλμυρό και δεν μπορούσε να ξεδιψάσει. Έτσι αρκετά χρόνια βασανίζεται μέσα στην τρομερή αίρεση των Μανιχαίων. Γίνεται τρομερός και φανατικός υποστηρικτής της. Θρηνεί η μάνα του και κλαίει. Δεν φτάνει που το παιδί της ζει μέσα στην αμαρτία, δεν φτάνει που είχε ήδη ένα εξώγαμο παιδί και μια παράνομη γυναίκα, δεν φθάνουν όλα αυτά, τώρα πέφτει και στα χέρια πλέον των Μανιχαίων. Θρηνεί η μάνα και κλαίει. Κλαίει και παρακαλεί μέρα και νύχτα γονατιστή: “Θεέ μου σώσε το παιδί μου…Θεέ μου σώσε μου τον Αυγουστίνο…”. Που αλλού να τρέξει; Καταφεύγει στην Εκκλησία. Καταφεύγει στον Επίσκοπο. Παρακαλεί: “Προσευχηθείτε κι εσείς άγιε Επίσκοπε. Προσευχηθείτε κι εσείς να σωθεί και να γυρίσει το παιδί μου πίσω μετανοημένο…- Μη φοβάσαι Μόνικα, της λέει, τόσα δάκρυα μιας μάνας δεν θα πάνε χαμένα”. Αυτά τα λόγια τα έκλεισε για καλά μέσα της η καρδιά αυτής της αγίας μητέρας. Και ο Θεός για να την παρηγορήσει της δείχνει ένα σημάδι.
 
Βλέπει ένα όνειρο, ότι βάδιζε επάνω σε μία ευθεία σανίδα. Κι από την άλλη πλευρά βλέπει τον υιό της, τον Αυγουστίνο, επάνω στην ίδια σανίδα. Χάρηκε όταν ξύπνησε η μητέρα. “Το παιδί μου θα’ ρθη μαζί μου στον ίσιο δρόμο”. Τρέχει χαρούμενα να βρει το παραστρατημένο παιδί της. Του λέει το όνειρο αλλά ο Αυγουστίνος δίνει την δική του ερμηνεία: “Όχι μάνα κάνεις λάθος. Εσύ θα’ ρθείς εκεί που είμαι εγώ, γι’ αυτό συναντηθήκαμε επάνω στον ίδιο δρόμο”. Η μάνα πονεί και κλαίει. Φεύγει πάλι στεναχωρημένη, φεύγει πάλι λυπημένη. Και καταφεύγει στις προσευχές, στον Ιησού, στην Παναγία, σε όλους τούς Αγίους δέεται και παρακαλεί να σώσουν τον Αυγουστίνο της.
Ο Αυγουστίνος συνδέεται όμως με τούς φίλους του ακόμη περισσότερο. Τους παρασύρει στην ίδια αίρεση που έχει μπλεχτεί και ο ίδιος. Όμως, ο πιο στενός του φίλος πεθαίνει. Αρρωσταίνει και πεθαίνει. Ας είναι όμως δοξασμένο το όνομα του Θεού. Διότι ο φίλος του πριν πεθάνει ξεγλίστρησε από τα χέρια των Μανιχαίων και επανήλθε στην Ορθόδοξη πίστη. Και πέθανε Ορθόδοξος. Η καρδιά του Αυγουστίνου πονεί και θρηνεί. Όταν μαθαίνει για τον θάνατο του στενού του φίλου όλα γύρω του νεκρώθηκαν. Ήταν ο καλύτερός του φίλος, όπως αναφέρει ο ίδιος. Γράφει στις Εξομολογήσεις του· ” Έχασα τον καλύτερό μου φίλο. Η λύπη μου γι’ αυτήν την σκληρή απώλεια βύθισε σε φοβερό σκοτάδι την ψυχή μου. Όλα γύρω μου ήσαν νεκρά. Η πατρίδα μου ήταν μαρτύριο για μένα. Τα μάτια μου τον ζητούσαν εδώ κι εκεί, αλλά δεν τον έβλεπαν και δεν τον έβρισκαν. Όλα γύρω μου ήταν νεκρά. Τίποτε δεν με παρηγορούσε. Ούτε η γοητεία των δασών, ούτε τα αρωματισμένα τοπία, ούτε τα μεγαλοπρεπή συμπόσια, ούτε πλέον οι ηδονές, ούτε τα βιβλία και η ποίηση. Όλα ήσανε για μένα φρικαλέα. Ακόμα και το φως. Απορούσα όταν έβλεπα τούς άλλους ζωντανούς αφού είχε πεθάνει για μένα ο φίλος μου. Ωσάν να επρόκειτο να μην πέθαινε ποτέ. Κι απορούσα ακόμα, γιατί εγώ να ζω, αφού το άλλο εγώ μου, αυτός ο φίλος μου, δεν ευρίσκετο πλέον στην ζωή. Πόσο ωραία είναι η φράσις εκείνου του ποιητού, του Οβιδίου, ο οποίος μιλούσε για τον φίλο του και τον ονόμαζε το ήμισυ της ψυχής του. Ω ναι, αισθανόμουν ότι η ψυχή μου και η ψυχή του ήταν μία. Μια ψυχή σε δύο σώματα. Δεν ήθελα πλέον να ζω. Η ζωή μου ήταν φρικαλέα αφού το εγώ μου είχε μειωθεί κατά το ήμισυ. Μόνο τα δάκρυά μου ήταν γλυκά και αυτά διαδέχτηκαν τον φίλο μου στις ηδονές της ψυχής μου”.
Τόσο στενή φιλία είχε ενώσει τον Αυγουστίνο με τον φίλο του που έχασε, που ένοιωθε ότι ακόμα και ο τόπος δεν τον σήκωνε πια. Γι’ αυτό ο Αυγουστίνος φεύγει και πηγαίνει στην Καρχηδόνα. Πηγαίνει σε μια διπλανή πόλη στην οποία συνεχίζει την έκλυτη ζωή του. Παραμένει ακόμα μέσα στην αίρεση των Μανιχαίων.
 
Καθώς περνούν τα χρόνια το μυαλό του όλο και διευρύνεται. Είναι μια μεγαλοφυΐα, δεινός ρήτορας σε νεαρωτάτη ηλικία. Οι πάντες τον θαυμάζουν. Όλοι τρέχουν να γίνουν μαθητές του. Αρχίζει, όμως, να βλέπει στην αίρεση των Μανιχαίων μερικά πράγματα που δεν του αρέσουν πλέον. Καθώς αυξάνει η ευφυΐα του και η κριτική του ικανότητα, μερικά πράγματα δεν έχουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Και ενώ τα ερωτηματικά του ζητούν να πάρουν τις απαντήσεις τους για την αίρεση αυτή που ακολουθεί, κανένας δεν βρίσκεται να του απαντήσει. Περίμενε Αυγουστίνε, του λέγουν, να’ ρθει ο δάσκαλός μας ο Φαύστος. Αυτός είναι μέγας και σοφός και αυτός θα σου δώσει όλες τις απαντήσεις. Έρχεται ο Φαύστος. Ο Αυγουστίνος τον θαυμάζει καθώς τον ακούει να μιλάει στον λαό. Είναι ρήτορας πραγματικός ο Φαύστος. Όταν όμως ο Αυγουστίνος του ζητά μια ιδιαίτερη συνομιλία μαζί του ανακαλύπτει τις φτωχές γνώσεις του Φαύστου. “Θεέ μου, ομολογεί ο ίδιος, αυτός είναι αγράμματος. Αυτός δεν έχει διαβάσει ούτε Κικέρωνα, ούτε άλλους φιλοσόφους, ούτε ποιητάς, τίποτε. Μερικές στείρες γνώσεις έχει. Απλώς μία ευγλωττία και τίποτα άλλο δεν έχει να παρουσιάσει”. Και έτσι ο Αυγουστίνος, δέχεται την τελική απογοήτευση από την αίρεση, που φυσικά εγκαταλείπει. Ήδη από καιρό δεν του άρεσε η αίρεση που ακολουθούσε. Πως ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίσει την αμαρτία, την πτώση και την αίρεση, αλλά και πόσο οικονομεί για όλα του τα πλάσματα! Και ενώ άλλοι μένουν μέσα στην αίρεση και την αμαρτία μέχρι θανάτου, ο Θεός σώζει τον Αυγουστίνο. Μέσα από την απογοήτευση οδηγείται στην τελική απομάκρυνση και απόρριψη.
 
Στην Καρχηδόνα θα μείνει πολύ λίγο, θα ρητορεύει, θα διδάσκει, αλλά τελικά θα φύγει. Η φήμη του ως ρήτορα έχει εξαπλωθεί παντού. Τον προτείνουν για ρήτορα στην Ρώμη, για να βγάζει ωραίους λόγους στον Αυτοκράτορα. Παίρνει την απόφαση να πάει στην Ρώμη.
 
Έχει όμως κάποια μητέρα, την Μόνικα. Η Μόνικα στο σπίτι δεν τον είχε δεχθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά όμως ήταν μάνα που πονούσε. Μάνα που αγαπούσε. Και σε κάποια στιγμή κάνει όχι εκείνο που της έλεγε η λογική της, αλλά εκείνο που η καρδιά της, της έλεγε. Φωνάζει τον Αυγουστίνο και τον δέχεται στο σπίτι της. Έτσι όπως ήταν, στην κατάντια που βρισκόταν. Τώρα όμως ο Αυγουστίνος της ανακοινώνει ότι θα φύγει για την Ρώμη. Η ανησυχία της αγίας Μητέρας μεγαλώνει. “Πως, Θεέ μου, θα σωθεί αν φύγει μακρυά από τα χέρια μου;” αναλογίζεται η Μόνικα, και συνεχίζει· “τώρα τουλάχιστον έχει ένα στήριγμα να ακουμπάει, έχει έναν άνθρωπο να φωνάζει· “Μη Αυγουστίνε, πρόσεχε Αυγουστίνε”. Τώρα που πάει μέσα στην Ρώμη, στην αμαρτωλή Ρώμη, στην Βαβυλώνα; Που πάει τώρα ο Αυγουστίνος;” Θρηνεί και πάλι η πονεμένη μάνα. “Όχι Αυγουστίνε, μην φεύγεις παιδί μου. Μείνε μαζί μου…”. Ο Αυγουστίνος δείχνει να πείθεται. Ήταν όμως απλώς ένα παιχνίδι που έπαιξε στην Μόνικα. Με πλάγιο τρόπο και χωρίς να της το πει, φεύγει, ενώ εκείνη τον περίμενε στο εκκλησάκι του Αγίου Κυπριανού προσευχόμενη. Άδικα περιμένει τον άσωτο γιο της, ενώ εκείνος φεύγει κρυφά με την παράνομη γυναίκα του και το νόθο παιδί του. Όταν πλέον η Μόνικα καταλαβαίνει τι έγινε ξεσπά σε λυγμούς και σε θερμή προσευχή. “Θεέ μου, σκέπασε το παιδί μου εκεί που πηγαίνει. Φύλαξε το Χριστέ μου, Παναγιά μου. Το παιδί μου έφυγε πλέον από τα χέρια μου, αλλά το αναθέτω σ’ Εσένα Χριστέ μου….”.
 
Έκλαιγε η Μόνικα. Ο Αυγουστίνος, όμως, πηγαίνει στην Ρώμη. Εκεί συνεχίζει την ζωή της ασωτείας, της μέθης και της πορνείας. Γυρίζει δεξιά και αριστερά με γυναίκες, παρότι είχε ήδη το πρώτο θύμα, τον Αδεαδάτο, το πρώτο του παιδί, το οποίο μεγάλωνε δίπλα του. Αλλά όμως ο Θεός εισακούει τις προσευχές της Μόνικας. Είδε τα γονατίσματά της. Τα πόδια της είχαν λειώσει και τα γόνατά της είχαν τριφτεί. Έβλεπε ο Θεός εκείνα τα δακρυσμένα μάτια και σαν Πατέρας στοργικός ήξερε τι έκανε. Ο Θεός έπαιρνε τον Αυγουστίνο από την Μόνικα αλλά τον οδηγούσε στην οδό της σωτηρίας. “Όπου πλεόνασε η αμαρτία, εκεί υπερεπερίσσευσεν η χάρις”. Πηγαίνει στη Ρώμη. Εκεί βγάζει όμορφους λόγους προς τον Αυτοκράτορα. Έφθασε στο σημείο να παραδεχτεί ότι ” έγραφα λόγια και πράγματα για τον Αυτοκράτορα, που ο ίδιος δεν τα πίστευα. Έπρεπε να κολακεύω τον Αυτοκράτορα και όλους τούς αυλικούς του, για να είμαι αρεστός και όλοι να με δοξάζουν “. Ήταν μυαλό και πνεύμα εγωιστικό. Ήθελε οι άλλοι να τον τιμούν και να τον δοξάζουν. Η φήμη του, σαν ρητοροδιδασκάλου, είχε εξαπλωθεί πέρα κι από την Ιταλία, είχε φθάσει σε όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου.
Αλλά κάποια στιγμή, οδηγείται στην πόλη των Μεδιολάνων, στο σημερινό Μιλάνο. Εκεί Επίσκοπος, είναι ο Αμβρόσιος. Ο Άγιος Αμβρόσιος, ένας γενναίος μαχητής της πίστεώς μας, είναι ο άνθρωπος εκείνος που όταν ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος, σκότωσε στη Θεσσαλονίκη, μέσα στο Ιπποδρόμιο, 7.000 ανθρώπους και είχε το θράσος μετά να πάει στα Μεδιόλανα, στην Επισκοπή του, όταν έμαθε ότι ο Αυτοκράτορας έρχεται στο Μητροπολιτικό Ναό μετά το αποτρόπαιο έγκλημά του, ναι ο Αμβρόσιος, ένας ορθόδοξος επίσκοπος της Εκκλησίας μας, τόλμησε και έκανε κάτι γενναίο. Κατεβαίνει κάτω και μόλις πλησιάζει ο Θεοδόσιος ο Αυτοκράτορας, του κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. “Έξω από το ναό μου. Δεν μπορείς με χέρια ματωμένα να μπεις μέσα” του λέει. Πόση τόλμη χρειάζεται για να πει κανείς κάτι τέτοιο σε μία εποχή που οι Αυτοκράτορες είχαν τη δύναμη, ανά πάσα στιγμή να σε σκοτώσουν. ” Η θα ζητήσεις δημόσια συγγνώμη από το λαό μας, και θα μετανοήσεις δημόσια, ειδάλλως μέσα στο ναό, Θεοδόσιε δεν μπαίνεις”. Βλέπετε στάση ηρωική μπροστά σε Βασιλιά και μάλιστα στον Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κράτησε ο Άγιος Αμβρόσιος;
 
Που είναι σήμερα έτσι θαρραλέοι Επίσκοποι; Που είναι σήμερα οι κληρικοί που τολμούν ;
Ο Αυγουστίνος βλέποντας την ρητορικότητα και τις γνώσεις του Αγίου Αμβροσίου, θαμπώνεται. Θαμπώνεται, διότι του αρέσει η ρητορεία. Ήδη ο ίδιος είναι δεινός ρήτορας, μόλις σε ηλικία 30 ετών. Έτσι, αποφασίζει και πηγαίνει και παρακολουθεί τα κηρύγματά του. Το ένα κήρυγμα μετά το άλλο, τον πείθουν σιγά-σιγά ότι η αίρεση των Μανιχαίων που ακολουθούσε είναι σαθρή και ανόητη. Θέλει να πλησιάσει τον Άγιο Αμβρόσιο, να του μιλήσει, να λύσει τις απορίες του. Αλλά όμως, ο Επίσκοπος είναι τόσο πολύ απησχολημένος, που δεν μπορεί να βρει χρόνο να μιλήσει με τον Αυγουστίνο. Έτσι ο Αυγουστίνος, συνομιλεί με τον βοηθό που είχε ο Αμβρόσιος. Και λύνει τις απορίες του. Σιγά-σιγά, το φως του Χριστού, μπαίνει στην καρδιά του Αυγουστίνου. Που είσαι Μόνικα, να δεις ότι αρχίζει η αλλαγή και η μεταμόρφωση του γιου σου; Στο Μιλάνο αρχίζει να μεταμορφώνεται, αρχίζει να γίνεται αυτό που χρόνια παρακαλεί η μητέρα του. Τα δάκρυα της Μόνικας, αρχίζουν να φέρουν καρπούς.
 
Ο Αυγουστίνος σιγά-σιγά, αρχίζει να διαβάζει. Του αρέσουν οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Κάθεται, τις διαβάζει και τις μελετά. Σε κάποια στιγμή, τον επισκέπτεται ένας φίλος του στενός και βλέπει στο γραφείο του, διάφορες φυλλάδες. Νόμισε ότι θα ήταν τίποτε συγγράμματα ρητόρων της αρχαίας εποχής. Διότι στον Αυγουστίνο άρεσε να διαβάζει αρχαίους φιλοσόφους. Γι’ αυτό άλλωστε έγινε και ο ίδιος ρήτορας και φιλόσοφος. Πλησιάζει όμως ο φίλος του και τι να δει; Για μεγάλη του έκπληξη βλέπει ότι αυτή τη φορά, ο Αυγουστίνος διάβαζε τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Τότε κάθεται κοντά του και αρχίζει και του μιλάει για τη ζωή του Μεγάλου Αντωνίου. Του μιλάει για τη ζωή που έζησε στην έρημο ο μέγας αυτός ασκητής. Ο Αυγουστίνος αρχίζει να ταράσσεται. Τα χάνει με όσα ακούει γύρω από τη ζωή του Αγίου Αντωνίου. Μόνος του κάποια στιγμή συναισθάνεται το βάθος των λόγων που ακούει και αναφωνεί: “Αλύπιε, εμείς τι κάνουμε; Αμαθείς άνθρωποι, αμαθή άνθρωπο ονομάζει τον Μεγάλο Αντώνιο ο οποίος ήταν αγράμματος τελείως, σηκώνονται και αρπάζουν και κερδίζουν τον Ουρανό και εμείς με τέτοια γνώση και μόρφωση που έχουμε, χωρίς καρδιά κυλιόμεθα, με τη σάρκα και με το αίμα μέσα στην αμαρτία, ντρεπόμεθα να ακολουθήσουμε αυτούς, επειδή προηγήθηκαν από εμάς, και δεν ντρεπόμεθα γιατί δεν τούς ακολουθούμε;”.
Αυτά είπε με τρόμο και με πόνο ψυχής στον φίλο του τον Αλύπιο. Η ώρα της χάριτος είχε αρχίσει να τον πλησιάζει. Το Πνεύμα το Άγιο, είχε αρχίσει να κατεβαίνει επάνω στον Αυγουστίνο.
Συνταράσσεται και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα για τα όσα είχε κάνει στην ζωή του. Θέλει να φωνάξει, να κλάψει δυνατά. Ο ίδιος θα γράψει αργότερα, ότι “ντρεπόμουνα να κλάψω μπροστά στο φίλο μου γι’ αυτό σηκώνομαι και φεύγω και βγαίνω έξω στην αυλή του κήπου μου”. Κι εκεί άρχισε μέσα σε στεναγμούς και κλάματα να οδύρεται για το ίδιο του το κατάντημα, και για το σημείο που έχει φθάσει. Είχε φθάσει πλέον κάτω στον πάτο της αμαρτίας, στον πυθμένα. Πιο κάτω δεν ήταν δυνατόν να πάει. “Αυγουστίνε, που βρίσκεσαι;” θρηνολογούσε, “Που έφθασες; Τα γεύθηκες όλα, την αλήθεια και την χαρά όμως δεν την βρήκες Αυγουστίνε. Ακόμα, κυνηγάς την χαρά”. Ο ίδιος γράφει: “Είμαι ζητιάνος της χαράς. Την ζητιανεύω χρόνια ολόκληρα. Ψάχνω να τη βρω στις γυναίκες, ψάχνω να τη βρω στα ξενύχτια, ψάχνω να την βρω στις ταβέρνες, ψάχνω να τη βρω στα μεθύσια, ψάχνω να την βρω με οποιοδήποτε τρόπο μπορώ. Η αλήθεια και η χαρά, ακόμα δεν ήλθε στην καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να τη βρω, δεν μπόρεσα να τη γευθώ. Μόνον Εσύ, Ιησού μου, μπόρεσες να μου την προσφέρεις “. Και τώρα, θρηνεί ο Αυγουστίνος και κλαίει.
 
Και εκείνη τη στιγμή ακούει μια φωνή να του λέει “Πάρε και διάβασε”. Μια παιδική φωνή του ψιθύριζε: “Πάρε και διάβασε, πάρε και διάβασε”. Τα έχασε ο Αυγουστίνος. Κοιτάει από που έρχεται η φωνή, τίποτα δε βλέπει. Τρέχει, γρήγορα και πηγαίνει στο γραφείο του. Ανοίγει αμέσως την Αγία Γραφή και μόλις την ανοίγει, πέφτει το μάτι του επάνω στα εξής λόγια: “Μη κώμαις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω, αλλά ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθαι εις επιθυμίας”. Ήταν η μεγάλη και σωτήρια ώρα της χάριτος. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου Παύλου, συγκλόνισαν πλέον την καρδιά του Αυγουστίνου. Αρχίζει η μεταβολή του. Αρχίζει η ώρα της χάριτος. Η Αγία Γραφή που πέταξε κάποτε, γίνεται στο εξής το αγαπημένο του βιβλίο. Κάθεται μέρα-νύχτα και θρηνεί για τον εαυτό του, διαβάζοντας το τι έχασε. Γράφει στις εξομολογήσεις του · “είχα πει ανόητο βιβλίο την Αγία Γραφή και με απλά λόγια εκφρασμένο, αλλά κάτω από την απλότητα, κρύβεται όλη η σοφία και φιλοσοφία, που δεν θα την βρείτε, ούτε σε Κικέρωνα, ούτε σε Πλάτωνα, ούτε σ’ Αριστοτέλη, ούτε σε κανένα φιλόσοφο. Τέτοια άφθαστη σοφία και φιλοσοφία είναι αυτή που κρύβει”. Ναι, ο μέγας φιλόσοφος και ρήτορας, ο Αυγουστίνος, ένας εκ των δέκα μεγαλυτέρων φιλοσόφων όλων των αιώνων, έφθασε η ώρα να πει την αλήθεια και να ομολογήσει ότι κάτω από τα απλά λόγια της Γραφής, κρύβεται όλη η σοφία και η φιλοσοφία του Θεού.
 
Αρχίζει η μεταβολή. “Έως πότε Κύριε θα αμαρτάνω; ” αναρωτιέται. Παίρνει πλέον σταθερή την απόφαση, “Ποτέ πια δεν θα ξαναμαρτήσω”. Και ο Αυγουστίνος σταματά και απομακρύνεται από την αμαρτία. Αρχίζει να ζει ζωή αγία. Ζητά και κατηχείται. Αλλά, θυμάται με συγκίνηση τα δάκρυα της μάνας του. “Αλύπιε”, λέει στο φίλο του, “να γράψω στη μητέρα μου, στη μάνα μου, η οποία έκλαιγε και θρηνούσε για το κατάντημά μου”.
 
Μέσα στις εξομολογήσεις του, δεν γράφει πολλά για τον πατέρα του. Μα, γράφει πολλά για τα δάκρυα της μάνας του. Λέει: “Θυμάμαι τη μητέρα μου που έκλαιγε και θρηνούσε για μένα. Για τη σωτηρία μου, Αλύπιε. Τωρα να της δώσουμε τη χαρά. Ότι γυρίζω κοντά στην εκκλησία. Επιστρέφω, Αλύπιε, στον Χριστό. Επιστρέφω στην πίστη μας. Εκεί που η μητέρα μου με ήθελε τόσα χρόνια. Τα δάκρυά της με έσωσαν. Με έσωσαν Αλύπιε, τα δάκρυά της. Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που σώθηκα. Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ. Να γράψουμε να έλθει στη βάπτισή μου. Να έρθει η μάνα μου, να με δει να βαπτίζομαι, να γίνομαι μέλος της εκκλησίας του Χριστού μας. Να χαρεί η καρδιά της. Τόσα χρόνια,17 χρόνια, είμαι μακρυά της. Δεκαεπτά χρόνια ζω και κυλιέμαι μέσα στην αμαρτία. Έλα μάνα να με δεις”.
 
Ο Αυγουστίνος καλεί τη μητέρα του. Κι η μητέρα του παίρνει το καράβι. Ω! μάνα αγία που παίρνεις το καράβι και έρχεσαι στη Ρώμη. Ω μάνα αγία που διασχίζεις θάλασσες και κύματα για να συναντήσεις το παιδί σου! Πως να μη κάνης με τα δάκρυά σου τον Ουρανό να λυγίσει; Πως να κρυφθεί η αγάπη που έχεις στο παιδί σου; Το καράβι όμως, ο διάβολος απειλεί να το βουλιάξει. Μη φοβείσθε, λέει η Μόνικα. Και γονατίζει και προσεύχεται. Και το καράβι φθάνει σώο και αβλαβές στη Ρώμη. Φθάνει η μητέρα του στα Μεδιόλανα και βλέπει τον γιο της. Τον γιο της μαζί με το εξώγαμο παιδί του, που πλέον είναι νέος κι αυτός 15 ετών, να κατηχούνται από τον Άγιο Αμβρόσιο, να παρακολουθούν τα κηρύγματά του. Φθάνει το Πάσχα που ετοιμάζεται και η βάπτιση του Αγίου Αυγουστίνου. Τώρα βλέπει πια η Μόνικα τον γιο της να φοράει τη λευκή στολή, που φορούσαν τότε όσοι εβαπτίζοντο. Τον λευκό χιτώνα φορά δίπλα του και το παράνομο παιδί του. Και οι δύο έτοιμοι, κατηχημένοι χριστιανοί. Ένας φιλόσοφος, ένας ρήτορας, προσέρχεται μετά από μεγάλη περιπλάνηση μέσα στην αμαρτία και παραπλάνηση, προσέρχεται τώρα στην πίστη μας. Η μητέρα, η αγία Μόνικα, ξεσπάει σε δάκρυα λέγοντας: “Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ… Σ’ ευχαριστώ…”.
Σκεφτείτε την καρδιά αυτής της μητέρας, που τόσα χρόνια παρακαλούσε, παρακαλούσε ακούραστα και υπομονετικά, και αυτό που είδε τώρα την χαροποιεί τόσο πολύ, δοξάζει τον Θεό και ξεσπάει σε δάκρυα ευτυχίας και ευχαριστίας. Μεγάλο Σάββατο το βαπτιστήριο ετοιμάζεται. Και ο Αυγουστίνος προσέρχεται, μαζί με το γιο του, στις 25 Απριλίου του 387 για να γίνει μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού. Ο Αυγουστίνος, από τον Άγιο Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων, βαπτίζεται χριστιανός. Πόσο χαίρει, η καρδιά αυτής της μάνας. Τώρα πλέον αρχίζει νέα ζωή μαζί με την μητέρα του και με το παιδί του, που είναι πλέον και πνευματικά αδέλφια.
 
Η παράνομη γυναίκα, ειδωλολάτρισσα, καταλαβαίνει ότι δεν έχει θέση κοντά του. Ο Αυγουστίνος έχει ριζικά αλλάξει. Δεν είναι πλέον, εκείνος ο διεφθαρμένος άνθρωπος που γνωρίζει. Ο Αυγουστίνος είναι πλέον πιστός, ορθόδοξος χριστιανός. Αναγκάζεται και τον εγκαταλείψει και γυρίζει στην Αφρική, στην πατρίδα της. Αλλά, και ο Αυγουστίνος, σκέφτεται ότι δεν μπορεί να κάνει πια τίποτα στην διεφθαρμένη Ρώμη. Προτείνει στην μητέρα του να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Λίγες μέρες πριν την αναχώρησή τους κάθονται μαζί στις όχθες του Τίβερη και συνομιλούν· “Αυγουστίνε αυτό που ήθελα να δω, το είδα. Χρόνια ολόκληρα παιδί μου, το ξέρεις, προσευχόμουνα για να σωθείς και όχι μόνο ο Θεός μου έδωσε τη σωτηρία σου, αλλά χάρηκα που είδα τη βάπτισή σου και ότι είσαι πλέον μέλος της εκκλησίας. Δεν υπάρχει πλέον λόγος ο Θεός να με κρατά άλλο στη ζωή”. Και ξαφνικά, μέσα σε 5 ημέρες, η Μόνικα αρρωσταίνει βαρειά. Ο πυρετός ανεβαίνει και έρχεται ο θάνατος. Πολύ γρήγορα η αγία Μόνικα παραδίδει την ψυχή της στο Θεό ευχαριστημένη, διότι το παιδί της είχε πλέον σωθεί. Τα δάκρυά της έσωσαν τον Αυγουστίνο.
 
Το ακούτε γονείς; Αν θέλετε τα παιδιά σας να στέκονται και να τα βλέπετε ψηλά, εσείς πρέπει να είσθε στα γόνατα και με δάκρυα στα μάτια. Έχουμε πατέρα στοργικό, και αν τα παιδιά σας φύγανε από κοντά σας έχει τη δύναμη, όπως τον Άγιο Αυγουστίνο να σας τα φέρει πίσω. Και όχι μόνο έδωσε τη χαρά, ο Θεός στη Μόνικα και βράβευσε τα δάκρυα της, αλλά πλέον από τούς ουρανούς, μαζί με τον σύζυγό της τον Πατρίκιο, γεύεται μεγαλυτέρας χαράς.
 
Γυρίζοντας ο Αυγουστίνος με το παιδί του στην Αφρική, πεθαίνει και το παιδί του. Πεθαίνει και ο γιος του, το παράνομο, το εξώγαμο παιδί του. “Ο υιός της αμαρτίας μου, ο υιός της ανομίας μου”, όπως ο ίδιος τον ονομάζει. Και έτσι μένει ελεύθερος ο Αυγουστίνος από κάθε οικογενειακό βάρος. Ιδρύει εκεί στο σπίτι του μοναστήρι, το κάνει μοναστική αδελφότητα. Ζούνε σαν καλόγεροι, με μερικούς φίλους του, που βρήκε πίσω όταν γύρισε, και τούς έφερε κοντά στο Χριστό. Προσπαθεί να φτιάξει αδελφότητα αλλά δεν το πετυχαίνει γιατί ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Και όπως λέγει ο ίδιος “ο Θεός γελούσε με τα σχέδια τα δικά μου, διότι δι’ άλλα σχέδια εκείνος με προόριζε”.
 
Πηγαίνει στη διπλανή πόλη, στον Ιππώνα. Ο Επίσκοπος εκεί ζήτησε και παρέμεινε ο Αυγουστίνος αρκετό χρονικό διάστημα σ’ αυτή την πόλη. Οι χριστιανοί είχαν την ευκαιρία να δουν και να θαυμάσουν τη ζωη και το παράδειγμα του Αυγουστίνου, και σε κάποια στιγμή που είχανε έλλειψη ιερέως, ζητά ο Επίσκοπος έναν καλό ιερέα. Και εδώ είναι αξιοσημείωτο να δούμε πως γινόταν η εκλογή των ιερέων. Ο Επίσκοπος ζητούσε από το ποίμνιό του να διαλέξει για ιερέα έναν καλό άνθρωπο της Επισκοπής. Όταν λοιπόν χρειάστηκαν στον Ιππώνα ιερέα με μια φωνή όλοι φώναξαν: “Τον Αυγουστίνο ιερέα”. Τα έχασε ο Αυγουστίνος: “Εγώ να γίνω ιερέας; Εγώ που ήμουν ένας άσωτος, ένας πόρνος, ένας αιρετικός..; “. Ο κόσμος όμως επιμένει και ο Αυγουστίνος οφείλει να υποχωρήσει. Ο Επίσκοπος λοιπόν τον χειροτονεί διάκονο και πρεσβύτερο. Και γίνεται ο Αυγουστίνος μέγας και τρανός. Η αγάπη του στον Θεό γίνεται η κινητήρια δύναμη ενός μεγαλεπήβολου και σπάνιου έργου το οποίο αναπτύσσει σαν ιερέας. Και ο καλός Επίσκοπος ζητάει τον Αυγουστίνο όχι μόνο ιερέα αλλά τον θέλει συνεπίσκοπό του. “Να κάνω τον Αυγουστίνο συνεπίσκοπό μου. Να διοικούμε μαζί τον Ιππώνα”. Και έτσι ο Αυγουστίνος σύντομα χειροτονείται και Επίσκοπος Ιππώνος, μαζί με τον Επίσκοπο που ήδη ευρίσκετο στην πόλη εκείνη.
 
Υπόδειγμα ποιμένος αναδεικνύεται ο Αυγουστίνος και δημιουργεί το κράτος του Θεού. Σαν Επίσκοπος πλέον ο Ιερός Αυγουστίνος αναπτύσσει τεραστία δραστηριότητα. Καθοδηγεί και χειροτονεί κληρικούς αγίους. Κληρικούς καλούς, κληρικούς που ενδιαφέρονται για το ποίμνιο αφού πρώτα καθαίρεσε τούς αναξίους, και τούς απομάκρυνε από την εκκλησία. Αλλά αυτοί που απομακρύνθηκαν δεν άργησαν να σπείρουν συκοφαντίες εις βάρος του Αυγουστίνου. Πόσες δοκιμασίες και θλίψεις πέρασε, από τούς δυσαρεστημένους αυτούς κληρικούς, δεν περιγράφεται με λίγες μόνο λέξεις. Εκείνος όμως στάθηκε πάντοτε ακέραιος και σταθερός. Δεν δείλιασε σε τίποτα. Αλλά πέρα από τις δοκιμασίες που τις αντιπαρήλθε νικητής, ανέπτυξε έργο σπάνιο. Ήταν ακόμα τόσο δίκαιος, που είχε δικαιώματα να δικάζει. Και όλοι, και ειδωλολάτρες ακόμα, όταν είχαν μια υπόθεση, έτρεχαν στον Αυγουστίνο, για να τούς λύσει τη διαφορά τους. Και όλοι υπάκουαν στη γνώμη του. Σε βαθειά γεράματα ο ιερός Αυγουστίνος, ζήτησε να χειροτονηθεί νέος Επίσκοπος στην περιοχή του, γιατί πλησίαζε το τέλος του.
 
Ήρθε η ώρα να παραδώσει την αγία του ψυχή στο Θεό. Η κοίμησή του έγινε στις 23 Αυγούστου του 430. Η Εκκλησία μας, τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων πατέρων. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Ιουνίου, ημέρα κατά την οποία εορτάζει η Ιερά Μονή μας.
 
Αυτός είναι ο Άγιος Αυγουστίνος. Αυτή είναι η ζωή και το έργο του, και με λίγα λόγια το πως ξεκίνησε και που έφθασε το παιδί της χάριτος του Θεού. Πως ο Θεός τον πήρε μέσα απ’ την αμαρτία και τον έσωσε. Γι’ αυτό κι εκείνος μεσιτεύει ενώπιον του θρόνου του Θεού για τούς άσωτους νέους που παρεκκλίνουν από τον δρόμο Του. “Νέοι, μην ψάχνετε τη χαρά “, φωνάζει ο ίδιος ο Αυγουστίνος, “μην ψάχνετε τη χαρά στις γυναίκες, στα μεθύσια, στις καφετέριες, στις ντισκοτέκ. Δεν υπάρχει χαρά κι ευτυχία εκεί πέρα. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος τα’ ομολογεί που τα έζησε. Νέοι, χαρά και ευτυχία, θα βρείτε μόνο κοντά στο Χριστό. Κι εσείς γονείς αν θέλετε να σώσετε τα παιδιά σας, μιμηθείτε την αγία Μόνικα. Γίνετε κι εσείς Μόνικες. Μιμηθείτε τη μητέρα του Αυγουστίνου, για να δείτε τα παιδιά σας να καταταγούν μεταξύ των Αγίων και των Οσίων, για να δοξάζουν το Πανάγιον όνομα του Ιησού μας, Ον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τούς αιώνας. ΑΜΗΝ.

Αγίου Αυγουστίνου, «Εξομολογήσεις», H χαρά της ζωής

cropped-ceb9ceb5cf81cf8ccf82-ceb1cf85ceb3cebfcf85cf83cf84ceafcebdcebfcf82-cebaceb1ceb9-cebf-c2abcf80cf81cebfcebfcf81ceb9cf83cebccf8ccf82c2bb.jpg 
 
Κύριε, μακριά από μένα, μακριά από την καρδιά του δούλου σου που σου εξομολογείται, η σκέψη ότι οποιαδήποτε χαρά θα μπορούσε να μου δώσει ευτυχία. Γιατί «υπάρχει μια χαρά που δεν δίνεται σε ασεβείς», αλλά μονάχα σε όσους σε υπηρετούν με ανιδιοτέλεια. Γι’ αυτούς η χαρά είσαι εσύ. Και μόνο μια πραγματικά ευτυχισμένη ζωή υπάρχει: η ζωή που μοναδική χαρά της είσαι εσύ. Μακάριος είναι μόνο ο άνθρωπος που ευφραίνεται για σένα, από σενα και χάρη σε σένα. Δεν υπάρχει άλλη ευτυχία. Και όσοι φαντάζονται μιάν άλλη, άλλα κυνηγούν. Κυνηγούν κάποια εικόνα χαράς και όχι την αληθινή χαρά.

Ίσως όμως τελικά να μην είναι τόσο βέβαιο ότι όλοι θέλουν ευτυχία. Γιατί όσοι δεν γυρεύουν τη χαρά τους σε σένα, τη μοναδική πηγή χαράς, δεν θέλουν αληθινά να είναι ευτυχισμένοι σην ζωή. Η μπορεί νά το θέλουν όλοι, αλλά επειδή «η σάρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σάρκος», δεν κάνουν αυτό που θέλουν, ξεπέφτουν και βολεύονται με ό,τι μπορούν, αφού δεν μπορούν να φτάσουν στο αγαθό και δεν το θέλουν όσο χρειάζεται για να το φτάσουν.

Οποιονδήποτε ρωτήσω να μου πεί τι του δίνει μεγάλη χαρά, η αλήθεια η το ψέμα, όλοι θα μου απαντήσουν ανενδοίαστα «η αλήθεια», με την ίδια βεβαιότητα με την οποία μου λένε ότι επιδιώκουν την ευτυχία. Και αυτό γιατί η ευτυχία είναι η χαρά που βλασταίνει από την αλήθεια. Είναι η χαρά που γέννησες εσύ, ο Θεός της αλήθειας , «ο φωτισμός μου και η σωτηρία του προσώπου μου». Ναι, όλοι θέλουν την ευτυχία, όλοι θέλουν αυτή τη μόνη ευτυχία, και όλοι θέλουν τη χαρά της αλήθειας.

Πολλούς ανθρώπους γνώρισα που ήθελαν να εξαπατήσουν άλλους, όμως κανέναν που να του αρέσει να τον εξαπατούν. Από που αλλού τότε απόκτησαν αυτή τη γνώση της ευτυχίας, αν όχι από την ίδια πηγή, από την οποία απόκτησαν και την γνώση της αλήθειας; Δεν θέλουν να εξαπατώνται, γιατί αγαπούν την αλήθεια. Και η ευτυχία στη ζωή, που δεν είναι άλλο από τη χαρά της αλήθειας, φανερώνει την αγάπη τους για την αλήθεια. Δεν θα την αγαπούσαν, αν δεν είχαν κάποια γνώση της στη μνήμη τους. Γιατί λοιπόν στερούνται αυτή τη χαρά; Γιατί λοιπόν δεν είναι ευτυχισμένοι; Είναι γιατί καταπονούνται σε άλλα πράγματα που τους εξαθλιώνουν, και η αμυδρή αυτή ανάμνηση δεν αρκεί για να τους εξυψώσει. Όμως «υπάρχει ακόμα λίγο φώς» για τους ανθρώπους. Ας βαδίσουν λοιπόν, «ας βαδίσουν πρίν νυχτωθούν».

Γιατί όμως «η αλήθεια γεννά το μίσος»; Αν όλοι θέλουν την ευτυχία, που δεν είναι άλλη από την χαρά της αλήθειας, τότε γιατί ο «κήρυκας της αλήθειας σου έγινε εχθρός τους»; Γιατί λοιπόν; Μήπως επειδή ο κόσμος αγαπά τόσο την αλήθεια, που εννοεί να βλέπει ως αλήθεια ακόμη και την πλάνη τους; Η μήπως επειδή δεν θέλει να παραδεχτεί ότι εξαπατήθηκε, δεν θέλει να τον πείσουν ότι σφάλλει; Αγαπούν το φώς της, αλλά μισούν τον έλεγχό της. Δεν θέλουν να εξαπατώνται, αλλά θέλουν μόνο να εξαπατούν. Την αγαπούν όταν τους αποκαλύπτεται, αλλά τη μισούν όταν τους αποκαλύπτει. Αλλά να ποιά θα είναι η αμοιβή τους: η αλήθεια θα ξεσκεπάσει αυτούς που την αρνούνται, αλλά γι’ αυτούς θα μένει πάντα σκεπασμένη.

Ναί, έτσι είναι ο νούς του ανθρώπου! Δες τον, πόσο είναι τυφλός και αδύναμος, ντροπιασμένος και ατιμασμένος. Θέλει να κρύβεται, αλλά να μην του μένει τίποτε κρυφό! Και ιδού η τιμωρία του: δεν μπορεί να κρυφτεί από την αλήθεια, αλλά η αλήθεια του μένει κρυμμένη. Όμως και μέσα σε όλη αυτή την αθλιότητα, περισσότερο χαίρεται με την αλήθεια παρά με το ψέμα. Ευτυχία θα νιώσει μόνο όταν αποτινάξει κάθε μέριμνα και ευφρανθεί με τη μοναδική αλήθεια,την αρχή παντός του αληθινού.